γυργαθίον — γυργαθίον, το (Α) [γυργαθός] δικτυωτό σακίδιο, με σανό ή χόρτο … Dictionary of Greek
σάρκινος — η, ο / σάρκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από σάρκα ή ο όμοιος με σάρκα, ο σαρκώδης («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῡ στόματος παρίσθμιον, τὸ δὲ πολυφυὲς οὖλον σάρκινα δὲ ταῡτα», Αριστοτ.) μσν. φρ. «σάρκινος ἤτοι γυργαθός» πιθ. καλάθι, σαργάνη*… … Dictionary of Greek
ψίαθος — η, ΝΜΑ, και ψίεθος και ως αρσ. ψίαθος, ὁ, Α (λόγιος τ.) ψάθα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ χαμεύνη και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται ψίαθος» 2. παροιμ. «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ger-3 — ger 3 English meaning: to turn, wind Deutsche Übersetzung: “drehen, winden” Material: A. O.Ind. guṇá ḥ (*gr̥ nó s) “ the single thread of a string, line, cord; stain “ (dvi , tri guṇa actually “ consisting of two, three threads … Proto-Indo-European etymological dictionary